Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ......(Θ.ΓΚΟΝΗΣ)

Απόσπασμα απο το θεατρικό έργου του Θ.Γκόνη Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ (Εκδόσεις Γαβριηλίδη Αθήνα 2007)
.......
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ὁ βοσκὸς ποὺ μ᾿ ἔσωσε -δὲν ξέρω ἂν τὸ εἶχες ἀκουστὰ— εἶχε ἕνα γιὸ τυφλὸ ἐκ γενετῆς. Κιόρη τὸν ἔλεγαν οἱ Ἀρβανίτες στὰ μέρη μας. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.

Καθόταν μὲ τὶς ὦρες στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο μὲ τὸ ραδιόφωνο ἀγκαλιὰ καὶ τραγουδοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς τραγουδιστὲς τὰ λαϊκὰ τραγούδια τῆς ἐποχῆς. Τραγουδοῦσε πιὸ ὄμορφα κι ἀπ᾿ αὐτούς. Εἶχε μία φωνὴ μεταλλική, πολὺ δυνατή, στεντόρεια, ἀλλὰ ταυτόχρονα μελῳδικὴ καὶ τρυφερή. Ἂν μπορεῖς νὰ τὸ φανταστεῖς. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀγάπησα κι ἐγὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια καὶ ὄχι ἐκεῖνα τὰ ἄλλα, τὰ σαχλά, αἰσθηματικὰ ποὺ ἀκούγονταν στὸ παλάτι.

Ἔψελνε κιόλας. Σὰν ἄγγελος. Ἦταν ὁ πρωτοψάλτης στὴν ἐνορία μας. Ἔρχονταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη, τὸν ἔπαιρναν καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ στασίδι. Γιατί πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἦταν πειραχτήρι, πανέξυπνος. Τοὺς ἔλεγε ἀστεῖα, ἔπαιζε μαζί τους ὡς καὶ ποδόσφαιρο. Τὸν ἔβαζαν στὴ μέση κι ἔπαιζαν κορόιδο μὲ τὸν τυφλό. Αὐτὸς γελοῦσε καὶ χαχάνιζε. Τοὺς ἔκλεβε, τοὺς ἔπαιρνε πολλὲς φορὲς τὴν μπάλα, γιατὶ ἦταν γρήγορος καὶ δυνατὸς στὰ πόδια.

Τὸν εἶχα θαυμάσει στοὺς γάμους τῆς ἀδελφῆς του. Ἔσερνε πρῶτος τὸ χορὸ καὶ τραγουδοῦσε. Κανεὶς δὲν θὰ πίστευε πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός. Κιόρης. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.

Τὸ σπίτι τους ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παλάτι. Ἡ στάνη τους στὸ βουνό. Στὴν Τραπεζῶνα. Τί εἶπα; Κιθαιρῶνα...

Ζοῦσε σχεδὸν μόνος. Ἡ οἰκογένειά του ἔμενε στὸ βουνὸ μὲ τὸ κοπάδι. Ἐρχόταν ἡ μητέρα του καὶ τοῦ μαγείρευε. Ζύμωνε ψωμὶ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴ στάνη. Μύριζα τὰ ζεστά, ἀφράτα καρβέλια καὶ τὰ ζήλευα. Ξέχναγε καμιὰ φορὰ νὰ «πιάσει προζύμι» καὶ ζητοῦσε κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ γριὰ ὑπηρέτρια μας.

«Πρόσεξε μὴ μᾶς ἀφήσεις κι ἐμᾶς χωρὶς προζύμι, γιατί θὰ μὲ σταυρώσουν» τῆς ἔλεγε. Τ᾿ ἄκουγα αὐτὰ καὶ γελοῦσα μοναχός μου. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκα ξαφνικὰ μπροστά τους καὶ ταράχτηκαν.

Γιὰ νὰ μὴ σᾶς προδώσω στὴ βασίλισσα, θέλω μία μεγάλη χάρη. Ὅταν φουρνίζεις, εἶπα στὴ μητέρα τοῦ τυφλοῦ, νὰ μοῦ στέλνεις κι ἐμένα ἕνα καρβέλι ψωμὶ ἀπ᾿ τὸ δικό σας.

«Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά» βασιλιᾶ μου, εἶπε γεμάτη ἀνακούφιση κι ἔφυγε τρέχοντας.

Ποιὸς ξέρει πόσο θὰ τρόμαξα αὐτὴν τὴν ἅγια γυναίκα.

Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ βουνὸ νὰ μαγειρέψει μακαρόνια χοντρά, φτιαχτὰ στὸ χέρι. Ἄρεσαν πολὺ στὸ γιό της, καὶ σὲ μένα, εἶναι ἀλήθεια, πολύ. Κάθισαν μαζὶ νὰ φᾶνε. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ ξαφνικὰ ἔπεσε ἀπὸ τὴν καρέκλα κι ἔπαψε νὰ μιλᾶ. Μόνο μία λέξη, μὲ τὸ μακαρόνι στὸ στόμα: «Ντιάλθιμ ζούμουρο — Γιέ μου, καρδούλα μου» στὴ γλώσσα τους κι ἔσβησε. Ὁ τυφλὸς τὰ ἔχασε, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Ἔτρεξαν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Μαζεύτηκε ὅλη ἡ γειτονιά. Στὴν κηδεία της τὴν ἔκλαψε, τὴ μοιρολόγησε, τὴν τραγούδησε ὅσο κανείς. «Δὲν σ᾿ εἶδα ποτέ μου» τῆς ἔλεγε. «Ἔπεσες δίπλα μου καὶ σ᾿ ἔψαχνα μὲ τὰ πόδια μου καὶ μὲ τὰ χέρια μου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Δὲν σὲ εἶδα ποτέ μου, κι ἐσὺ τώρα φεύγεις».

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χάθηκε. Ἐξαφανίστηκε. Ὅσους κι ἂν ρώτησα, κανεὶς δὲν γνώριζε κάτι γι᾿ αὐτόν. Βουβάθηκε τὸ παράθυρο.

Ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε πιά, μάθαμε ἀπὸ ἕναν φαντάρο συμπολίτη μας, ποὺ εἶχε ἔρθει μὲ ἄδεια, πὼς τὸν συνάντησε στὴν Ἀθήνα. Τὸν συνάντησε μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο, στὸ βυθὸ τῆς Ὁμονοίας, σ᾿ ἕνα σκάμμα, μιὰ σήραγγα, μιὰ τρύπα, ἕνα βάραθρο, μὲ τὸ ραδιόφωνο κρεμασμένο στὸ λαιμὸ νὰ τραγουδάει δυνατὰ καὶ στεντόρεια. Νὰ τρίζουν τὰ ἔγκατα τῆς πόλης. Νὰ λέει ἀστεῖα καὶ πειράγματα στοὺς περαστικοὺς σὰν νά ῾ταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Νά ῾χει ἀνοιχτὸ τὸ χέρι καὶ νὰ ζητάει ἐλεημοσύνη. Πῆγε κοντά του, σχεδὸν στ᾿ αὐτί, καὶ τὸν ρώτησε.

«Τί κάνεις ἐδῶ, βρὲ Κοντοστώρη; Βρὲ Κιόρη;».

«Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μὲ γνώρισες; Γιὰ τὸν Θεό, μὴ μὲ μαρτυρήσεις» τὸν ἐκλιπαροῦσε. Μὴ μὲ μαρτυρήσεις. «Μὴ μὲ φανερώσεις στὸν τόπο μου».

Κάθισε ὥρα ἀρκετὴ ὁ φαντάρος στὴ γωνία, στὶς σκάλες τὶς κυλιόμενες, τοῦ Ἰακώβ, καὶ τὸν παρατηροῦσε καὶ τὸν ἄκουγε. Μάζευε ἀρκετὰ χρήματα. Ἦταν ἀγαπητός, δημοφιλὴς ἐπαίτης. Ἀργὰ τὸ βράδυ ᾖρθε καὶ τὸν πῆρε μία γυναίκα ὄμορφη, μικρότερή του. Τὸν ἔπιασε ἀγκαζὲ μὲ τρόπο, σὰν νά ῾κανε κάτι παράνομο, ἁμαρτωλό, καὶ τὸν ἔβγαλε στὸν πάνω κόσμο. Ἔξω ἀπὸ τὸ μεγάλο φαρμακεῖο, στοῦ Μπακάκου, τοὺς περίμενε ἕνα ἀκριβὸ αὐτοκίνητο μὲ ἀναμμένη μηχανή. Ἔβαλε μπρὸς κι ἐξαφανίστηκαν μέσα στὴ νύχτα.

Ἴσως τὸν συναντήσουμε κι ἐμεῖς στὸ λάκκο ὅπου βρεθήκαμε. Ἴσως αὐτὲς οἱ μουσικὲς ποὺ ἀκούγονται νά ῾ναι δικές του..............

(Πρώτη παράσταση Μικρὴ Ἐπίδαυρος, 6-7 Ἰουλίου 2007)

Σάββατο 15 Μαΐου 2010



ΝΟΜΟΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ
Α. Συνιστώνται οι κατωτέρω δήμοι:
1. Δήμος Ναυπλιέων με έδρα το Ναύπλιο αποτελούμενος από τους δήμους α. Ναυπλιέων β. Νέας Τίρυνθας γ. Μιδέας και δ. Ασίνης, οι οποίοι καταργούνται
2. Δήμος Ερμιονίδας με έδρα το Κρανίδι αποτελούμενος από τους δήμους α. Ερμιόνης και β. Κρανιδίου, οι οποίοι καταργούνται
3. Δήμος Επιδαύρου με έδρα το Ασκληπιείο και ιστορική έδρα την Αρχαία Επίδαυρο αποτελούμενος από τους δήμους α. Ασκληπιείου και β. Επιδαύρου, οι οποίοι καταργούνται
4. Δήμος Άργους – Μυκηνών με έδρα το Άργος και ιστορική έδρα τις Μυκήνες αποτελούμενος από τους δήμους α. Άργους β. Νέας Κίου γ. Λέρνας δ. Μυκηναίων ε. Κουτσοποδίου στ. Λυρκείας και τις κοινότητες α. Αχλαδόκαμπου, β. Αλέας οι οποίοι καταργούνται
Β. Ο δήμος Επιδαύρου χαρακτηρίζεται ως ορεινός


Ο εμπαιγμός του χωριού μας και άλλων ορεινών χωριών της Αργολίδας συνεχίζεται.

Διαβάζοντας το τελικό σχέδιο του Καλλικράτη δημιουργείται η εντύπωση ότι μπαίνει μια τάξη με την δημιουργία 4 πλέον δήμων σε όλο το νομό.
Το γελοίο όμως της υπόθεσης βρίσκεται στην τελευταία παράγραφο όπου διαπιστώνει κανείς ότι ένας τουριστικός παραθαλάσσιος δήμος με μέσο όρο τα 200 μέτρα υψόμετρο χαρακτηρίζεται ορεινός, ναι καλά διαβάσατε ορεινός!
Φαίνεται στο Υπουργείο και στη νομαρχία δεν ξέρουν που πέφτει το Αραχναίον με υψόμετρο 600 μέτρα, οΑχλαδόκαμπος (500m), οι Λίμνες (520m),η Καρυά (650m),Το Γυμνό και άλλα χωριά. Ξεχωριστά ότι στα χωριά αυτά ανήκουν τεράστιες εκτάσεις οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό του ορεινού όγκου του νομού. Παρ' όλα αυτά όμως σημασία έχει όχι τι είσαι, αλλά τι δηλώνεις।

Έτσι από δω και πέρα θα μαθαίνουμε νέα γεωγραφία όπου τα πλέον ορεινά χωριά του νομού Αραχναίο, Αχλαδόκαμπος, Λίμνες, Καρυά έχουν αποχαρακτηρισθεί και ανήκουν σε πεδινούς δήμους, αντίθετα η παραθαλάσσια Επίδαυρος και τα χωριά του δήμου με μέσο όρο τα 100 έως 200 μέτρα υψόμετρο χαρακτηρίζονται ορεινά και ανήκουν σε ορεινό δήμο.
Υποθέτω ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο!

Μήπως στόχος τους είναι να μας αναγκάσουν να εγκαταλείψουμε τα χωριά και να ερημώσουν;
Μήπως πρέπει να αντιδράσουμε; Μήπως πρέπει να αντισταθούμε;
Μήπως χρειάζεται,να μην επιτρέψουμε να στηθούν κάλπες στις επόμενες εκλογές σε όλα τα "πεδινά" χωριά μας;

Μήπως πρέπει να αρνηθούμε να ψηφίσουμε;
Μήπως ήρθε ο καιρός να γυρίσουμε την πλάτη σ΄αυτούς που μας κοροϊδεύουν τόσα χρόνια;

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

ΘΑΡΡΕΙΣ ΟΤΙ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙ΄ΑΥΤΟ....



Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό.
Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.
Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.

Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο
σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο......

Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;

Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα - καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖ
καὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει.

Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώντας
ἕνα σκαλοπατάκι ζητιανεύει λίγην ἐπισκευή.
Ἔχει σπάσει.

Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνει
καὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύει καὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάει

ἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες,
γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλα καὶ πικροπαπαροῦνες.

Απο το ποιήμα της Κική Δημουλά: "Επισκευαστικά δάνεια"

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010



Κάθε επίσκεψη στο Χωριό είναι και μια ευκαιρία,να σκαλίσεις τη μνήμη σου,να θυμηθείς τα παλιά,να ξαναβρεθείς με γνωστούς,συγγενείς και φίλους........όσο για την αναχώρηση η φύση φροντίζει να σου χαρίζει όμορφες εικόνες για να εμπλουτίσεις τις αναμνήσεις σου.