Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010
Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010
Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ......(Θ.ΓΚΟΝΗΣ)
Απόσπασμα απο το θεατρικό έργου του Θ.Γκόνη Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ (Εκδόσεις Γαβριηλίδη Αθήνα 2007)
.......
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ὁ βοσκὸς ποὺ μ᾿ ἔσωσε -δὲν ξέρω ἂν τὸ εἶχες ἀκουστὰ— εἶχε ἕνα γιὸ τυφλὸ ἐκ γενετῆς. Κιόρη τὸν ἔλεγαν οἱ Ἀρβανίτες στὰ μέρη μας. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.
Καθόταν μὲ τὶς ὦρες στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο μὲ τὸ ραδιόφωνο ἀγκαλιὰ καὶ τραγουδοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς τραγουδιστὲς τὰ λαϊκὰ τραγούδια τῆς ἐποχῆς. Τραγουδοῦσε πιὸ ὄμορφα κι ἀπ᾿ αὐτούς. Εἶχε μία φωνὴ μεταλλική, πολὺ δυνατή, στεντόρεια, ἀλλὰ ταυτόχρονα μελῳδικὴ καὶ τρυφερή. Ἂν μπορεῖς νὰ τὸ φανταστεῖς. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀγάπησα κι ἐγὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια καὶ ὄχι ἐκεῖνα τὰ ἄλλα, τὰ σαχλά, αἰσθηματικὰ ποὺ ἀκούγονταν στὸ παλάτι.
Ἔψελνε κιόλας. Σὰν ἄγγελος. Ἦταν ὁ πρωτοψάλτης στὴν ἐνορία μας. Ἔρχονταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη, τὸν ἔπαιρναν καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ στασίδι. Γιατί πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἦταν πειραχτήρι, πανέξυπνος. Τοὺς ἔλεγε ἀστεῖα, ἔπαιζε μαζί τους ὡς καὶ ποδόσφαιρο. Τὸν ἔβαζαν στὴ μέση κι ἔπαιζαν κορόιδο μὲ τὸν τυφλό. Αὐτὸς γελοῦσε καὶ χαχάνιζε. Τοὺς ἔκλεβε, τοὺς ἔπαιρνε πολλὲς φορὲς τὴν μπάλα, γιατὶ ἦταν γρήγορος καὶ δυνατὸς στὰ πόδια.
Τὸν εἶχα θαυμάσει στοὺς γάμους τῆς ἀδελφῆς του. Ἔσερνε πρῶτος τὸ χορὸ καὶ τραγουδοῦσε. Κανεὶς δὲν θὰ πίστευε πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός. Κιόρης. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.
Τὸ σπίτι τους ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παλάτι. Ἡ στάνη τους στὸ βουνό. Στὴν Τραπεζῶνα. Τί εἶπα; Κιθαιρῶνα...
Ζοῦσε σχεδὸν μόνος. Ἡ οἰκογένειά του ἔμενε στὸ βουνὸ μὲ τὸ κοπάδι. Ἐρχόταν ἡ μητέρα του καὶ τοῦ μαγείρευε. Ζύμωνε ψωμὶ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴ στάνη. Μύριζα τὰ ζεστά, ἀφράτα καρβέλια καὶ τὰ ζήλευα. Ξέχναγε καμιὰ φορὰ νὰ «πιάσει προζύμι» καὶ ζητοῦσε κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ γριὰ ὑπηρέτρια μας.
«Πρόσεξε μὴ μᾶς ἀφήσεις κι ἐμᾶς χωρὶς προζύμι, γιατί θὰ μὲ σταυρώσουν» τῆς ἔλεγε. Τ᾿ ἄκουγα αὐτὰ καὶ γελοῦσα μοναχός μου. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκα ξαφνικὰ μπροστά τους καὶ ταράχτηκαν.
Γιὰ νὰ μὴ σᾶς προδώσω στὴ βασίλισσα, θέλω μία μεγάλη χάρη. Ὅταν φουρνίζεις, εἶπα στὴ μητέρα τοῦ τυφλοῦ, νὰ μοῦ στέλνεις κι ἐμένα ἕνα καρβέλι ψωμὶ ἀπ᾿ τὸ δικό σας.
«Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά» βασιλιᾶ μου, εἶπε γεμάτη ἀνακούφιση κι ἔφυγε τρέχοντας.
Ποιὸς ξέρει πόσο θὰ τρόμαξα αὐτὴν τὴν ἅγια γυναίκα.
Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ βουνὸ νὰ μαγειρέψει μακαρόνια χοντρά, φτιαχτὰ στὸ χέρι. Ἄρεσαν πολὺ στὸ γιό της, καὶ σὲ μένα, εἶναι ἀλήθεια, πολύ. Κάθισαν μαζὶ νὰ φᾶνε. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ ξαφνικὰ ἔπεσε ἀπὸ τὴν καρέκλα κι ἔπαψε νὰ μιλᾶ. Μόνο μία λέξη, μὲ τὸ μακαρόνι στὸ στόμα: «Ντιάλθιμ ζούμουρο — Γιέ μου, καρδούλα μου» στὴ γλώσσα τους κι ἔσβησε. Ὁ τυφλὸς τὰ ἔχασε, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Ἔτρεξαν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Μαζεύτηκε ὅλη ἡ γειτονιά. Στὴν κηδεία της τὴν ἔκλαψε, τὴ μοιρολόγησε, τὴν τραγούδησε ὅσο κανείς. «Δὲν σ᾿ εἶδα ποτέ μου» τῆς ἔλεγε. «Ἔπεσες δίπλα μου καὶ σ᾿ ἔψαχνα μὲ τὰ πόδια μου καὶ μὲ τὰ χέρια μου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Δὲν σὲ εἶδα ποτέ μου, κι ἐσὺ τώρα φεύγεις».
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χάθηκε. Ἐξαφανίστηκε. Ὅσους κι ἂν ρώτησα, κανεὶς δὲν γνώριζε κάτι γι᾿ αὐτόν. Βουβάθηκε τὸ παράθυρο.
Ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε πιά, μάθαμε ἀπὸ ἕναν φαντάρο συμπολίτη μας, ποὺ εἶχε ἔρθει μὲ ἄδεια, πὼς τὸν συνάντησε στὴν Ἀθήνα. Τὸν συνάντησε μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο, στὸ βυθὸ τῆς Ὁμονοίας, σ᾿ ἕνα σκάμμα, μιὰ σήραγγα, μιὰ τρύπα, ἕνα βάραθρο, μὲ τὸ ραδιόφωνο κρεμασμένο στὸ λαιμὸ νὰ τραγουδάει δυνατὰ καὶ στεντόρεια. Νὰ τρίζουν τὰ ἔγκατα τῆς πόλης. Νὰ λέει ἀστεῖα καὶ πειράγματα στοὺς περαστικοὺς σὰν νά ῾ταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Νά ῾χει ἀνοιχτὸ τὸ χέρι καὶ νὰ ζητάει ἐλεημοσύνη. Πῆγε κοντά του, σχεδὸν στ᾿ αὐτί, καὶ τὸν ρώτησε.
«Τί κάνεις ἐδῶ, βρὲ Κοντοστώρη; Βρὲ Κιόρη;».
«Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μὲ γνώρισες; Γιὰ τὸν Θεό, μὴ μὲ μαρτυρήσεις» τὸν ἐκλιπαροῦσε. Μὴ μὲ μαρτυρήσεις. «Μὴ μὲ φανερώσεις στὸν τόπο μου».
Κάθισε ὥρα ἀρκετὴ ὁ φαντάρος στὴ γωνία, στὶς σκάλες τὶς κυλιόμενες, τοῦ Ἰακώβ, καὶ τὸν παρατηροῦσε καὶ τὸν ἄκουγε. Μάζευε ἀρκετὰ χρήματα. Ἦταν ἀγαπητός, δημοφιλὴς ἐπαίτης. Ἀργὰ τὸ βράδυ ᾖρθε καὶ τὸν πῆρε μία γυναίκα ὄμορφη, μικρότερή του. Τὸν ἔπιασε ἀγκαζὲ μὲ τρόπο, σὰν νά ῾κανε κάτι παράνομο, ἁμαρτωλό, καὶ τὸν ἔβγαλε στὸν πάνω κόσμο. Ἔξω ἀπὸ τὸ μεγάλο φαρμακεῖο, στοῦ Μπακάκου, τοὺς περίμενε ἕνα ἀκριβὸ αὐτοκίνητο μὲ ἀναμμένη μηχανή. Ἔβαλε μπρὸς κι ἐξαφανίστηκαν μέσα στὴ νύχτα.
Ἴσως τὸν συναντήσουμε κι ἐμεῖς στὸ λάκκο ὅπου βρεθήκαμε. Ἴσως αὐτὲς οἱ μουσικὲς ποὺ ἀκούγονται νά ῾ναι δικές του..............
(Πρώτη παράσταση Μικρὴ Ἐπίδαυρος, 6-7 Ἰουλίου 2007)
.......
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ὁ βοσκὸς ποὺ μ᾿ ἔσωσε -δὲν ξέρω ἂν τὸ εἶχες ἀκουστὰ— εἶχε ἕνα γιὸ τυφλὸ ἐκ γενετῆς. Κιόρη τὸν ἔλεγαν οἱ Ἀρβανίτες στὰ μέρη μας. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.
Καθόταν μὲ τὶς ὦρες στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο μὲ τὸ ραδιόφωνο ἀγκαλιὰ καὶ τραγουδοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς τραγουδιστὲς τὰ λαϊκὰ τραγούδια τῆς ἐποχῆς. Τραγουδοῦσε πιὸ ὄμορφα κι ἀπ᾿ αὐτούς. Εἶχε μία φωνὴ μεταλλική, πολὺ δυνατή, στεντόρεια, ἀλλὰ ταυτόχρονα μελῳδικὴ καὶ τρυφερή. Ἂν μπορεῖς νὰ τὸ φανταστεῖς. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀγάπησα κι ἐγὼ αὐτὰ τὰ τραγούδια καὶ ὄχι ἐκεῖνα τὰ ἄλλα, τὰ σαχλά, αἰσθηματικὰ ποὺ ἀκούγονταν στὸ παλάτι.
Ἔψελνε κιόλας. Σὰν ἄγγελος. Ἦταν ὁ πρωτοψάλτης στὴν ἐνορία μας. Ἔρχονταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη, τὸν ἔπαιρναν καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ στασίδι. Γιατί πρέπει νὰ σοῦ πῶ ὅτι ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἦταν πειραχτήρι, πανέξυπνος. Τοὺς ἔλεγε ἀστεῖα, ἔπαιζε μαζί τους ὡς καὶ ποδόσφαιρο. Τὸν ἔβαζαν στὴ μέση κι ἔπαιζαν κορόιδο μὲ τὸν τυφλό. Αὐτὸς γελοῦσε καὶ χαχάνιζε. Τοὺς ἔκλεβε, τοὺς ἔπαιρνε πολλὲς φορὲς τὴν μπάλα, γιατὶ ἦταν γρήγορος καὶ δυνατὸς στὰ πόδια.
Τὸν εἶχα θαυμάσει στοὺς γάμους τῆς ἀδελφῆς του. Ἔσερνε πρῶτος τὸ χορὸ καὶ τραγουδοῦσε. Κανεὶς δὲν θὰ πίστευε πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός. Κιόρης. Ὁ Κιόρης τοῦ Κοντοστώρη.
Τὸ σπίτι τους ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ παλάτι. Ἡ στάνη τους στὸ βουνό. Στὴν Τραπεζῶνα. Τί εἶπα; Κιθαιρῶνα...
Ζοῦσε σχεδὸν μόνος. Ἡ οἰκογένειά του ἔμενε στὸ βουνὸ μὲ τὸ κοπάδι. Ἐρχόταν ἡ μητέρα του καὶ τοῦ μαγείρευε. Ζύμωνε ψωμὶ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴ στάνη. Μύριζα τὰ ζεστά, ἀφράτα καρβέλια καὶ τὰ ζήλευα. Ξέχναγε καμιὰ φορὰ νὰ «πιάσει προζύμι» καὶ ζητοῦσε κρυφὰ ἀπ᾿ τὴ γριὰ ὑπηρέτρια μας.
«Πρόσεξε μὴ μᾶς ἀφήσεις κι ἐμᾶς χωρὶς προζύμι, γιατί θὰ μὲ σταυρώσουν» τῆς ἔλεγε. Τ᾿ ἄκουγα αὐτὰ καὶ γελοῦσα μοναχός μου. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκα ξαφνικὰ μπροστά τους καὶ ταράχτηκαν.
Γιὰ νὰ μὴ σᾶς προδώσω στὴ βασίλισσα, θέλω μία μεγάλη χάρη. Ὅταν φουρνίζεις, εἶπα στὴ μητέρα τοῦ τυφλοῦ, νὰ μοῦ στέλνεις κι ἐμένα ἕνα καρβέλι ψωμὶ ἀπ᾿ τὸ δικό σας.
«Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά» βασιλιᾶ μου, εἶπε γεμάτη ἀνακούφιση κι ἔφυγε τρέχοντας.
Ποιὸς ξέρει πόσο θὰ τρόμαξα αὐτὴν τὴν ἅγια γυναίκα.
Μιὰ μέρα κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ βουνὸ νὰ μαγειρέψει μακαρόνια χοντρά, φτιαχτὰ στὸ χέρι. Ἄρεσαν πολὺ στὸ γιό της, καὶ σὲ μένα, εἶναι ἀλήθεια, πολύ. Κάθισαν μαζὶ νὰ φᾶνε. Ἐκεῖ ἦταν ποὺ ξαφνικὰ ἔπεσε ἀπὸ τὴν καρέκλα κι ἔπαψε νὰ μιλᾶ. Μόνο μία λέξη, μὲ τὸ μακαρόνι στὸ στόμα: «Ντιάλθιμ ζούμουρο — Γιέ μου, καρδούλα μου» στὴ γλώσσα τους κι ἔσβησε. Ὁ τυφλὸς τὰ ἔχασε, ἄρχισε νὰ φωνάζει. Ἔτρεξαν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Μαζεύτηκε ὅλη ἡ γειτονιά. Στὴν κηδεία της τὴν ἔκλαψε, τὴ μοιρολόγησε, τὴν τραγούδησε ὅσο κανείς. «Δὲν σ᾿ εἶδα ποτέ μου» τῆς ἔλεγε. «Ἔπεσες δίπλα μου καὶ σ᾿ ἔψαχνα μὲ τὰ πόδια μου καὶ μὲ τὰ χέρια μου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Δὲν σὲ εἶδα ποτέ μου, κι ἐσὺ τώρα φεύγεις».
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χάθηκε. Ἐξαφανίστηκε. Ὅσους κι ἂν ρώτησα, κανεὶς δὲν γνώριζε κάτι γι᾿ αὐτόν. Βουβάθηκε τὸ παράθυρο.
Ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμέναμε πιά, μάθαμε ἀπὸ ἕναν φαντάρο συμπολίτη μας, ποὺ εἶχε ἔρθει μὲ ἄδεια, πὼς τὸν συνάντησε στὴν Ἀθήνα. Τὸν συνάντησε μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο, στὸ βυθὸ τῆς Ὁμονοίας, σ᾿ ἕνα σκάμμα, μιὰ σήραγγα, μιὰ τρύπα, ἕνα βάραθρο, μὲ τὸ ραδιόφωνο κρεμασμένο στὸ λαιμὸ νὰ τραγουδάει δυνατὰ καὶ στεντόρεια. Νὰ τρίζουν τὰ ἔγκατα τῆς πόλης. Νὰ λέει ἀστεῖα καὶ πειράγματα στοὺς περαστικοὺς σὰν νά ῾ταν τὰ μικρὰ τοῦ Ζαφείρη. Νά ῾χει ἀνοιχτὸ τὸ χέρι καὶ νὰ ζητάει ἐλεημοσύνη. Πῆγε κοντά του, σχεδὸν στ᾿ αὐτί, καὶ τὸν ρώτησε.
«Τί κάνεις ἐδῶ, βρὲ Κοντοστώρη; Βρὲ Κιόρη;».
«Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μὲ γνώρισες; Γιὰ τὸν Θεό, μὴ μὲ μαρτυρήσεις» τὸν ἐκλιπαροῦσε. Μὴ μὲ μαρτυρήσεις. «Μὴ μὲ φανερώσεις στὸν τόπο μου».
Κάθισε ὥρα ἀρκετὴ ὁ φαντάρος στὴ γωνία, στὶς σκάλες τὶς κυλιόμενες, τοῦ Ἰακώβ, καὶ τὸν παρατηροῦσε καὶ τὸν ἄκουγε. Μάζευε ἀρκετὰ χρήματα. Ἦταν ἀγαπητός, δημοφιλὴς ἐπαίτης. Ἀργὰ τὸ βράδυ ᾖρθε καὶ τὸν πῆρε μία γυναίκα ὄμορφη, μικρότερή του. Τὸν ἔπιασε ἀγκαζὲ μὲ τρόπο, σὰν νά ῾κανε κάτι παράνομο, ἁμαρτωλό, καὶ τὸν ἔβγαλε στὸν πάνω κόσμο. Ἔξω ἀπὸ τὸ μεγάλο φαρμακεῖο, στοῦ Μπακάκου, τοὺς περίμενε ἕνα ἀκριβὸ αὐτοκίνητο μὲ ἀναμμένη μηχανή. Ἔβαλε μπρὸς κι ἐξαφανίστηκαν μέσα στὴ νύχτα.
Ἴσως τὸν συναντήσουμε κι ἐμεῖς στὸ λάκκο ὅπου βρεθήκαμε. Ἴσως αὐτὲς οἱ μουσικὲς ποὺ ἀκούγονται νά ῾ναι δικές του..............
(Πρώτη παράσταση Μικρὴ Ἐπίδαυρος, 6-7 Ἰουλίου 2007)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)